- ἐφυπνώττειν
- ἐπί-ὑπνώσσωto be sleepypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφυπνώττω — ἐφυπνώττω (Α) κοιμάμαι πάνω σε κάτι, έχω κάτι κάτω από το προσκέφαλό μου («τοῑς Ὁμήρου ποιήμασιν ἐφυπνώττειν», Ιουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπνώττω (< ὕπνος)] … Dictionary of Greek